- ἐπήδησα
- πηδάωleapaor ind act 1st sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξεπηδώ — άω 1. εμφανίζομαι ξαφνικά 2. (για νερό) αναβλύζω 3. παθ. ξεπηδιέμαι είμαι διαβατός με άλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ πηδῶ (αόρ. ἐξ επήδησα), βλ. και λ. ξ(ε) ] … Dictionary of Greek